-
1 ὀπός
ὀπός, ὁ (sapio), Saft der Pflanzen, bes. der Bäume, gew. des Feigenbaumes, der zum Gerinnen der Milch gebraucht wurde; ὡς δ' ὅτ' ὀπὸς γάλα λευκὸν ἐπειγόμενος συνέπηξεν, Il. 5, 902; τὸ δὲ τῆς σαρκὸς διαλυτικὸν ἀφρῶδες γένος ὀπὸς ἐπωνομάσϑη, Plat. Tim. 60 b; Legg. VII, 824; Theophr. u. Folgende. – Uebertr., ὀπὸς ἥβης, die saftige, schwellende Fülle des jugendlichen Leibes, Paul. Sil. 8 (V, 258).
-
2 ὀπός
См. также в других словарях:
πρόκριτος — η, ο / πρόκριτος, ον, ΝΜΑ [προκρίνω] νεοελλ. μσν. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι πρόκριτοι οι προύχοντες, οι προεστοί («τελειώνοντας ο πόλεμος, συνάχτηκαν και οι πρόκριτοι τών χωριών τής Άρτας», Μακρυγιάννης) αρχ. 1. (ιδίως για υποψηφίους που… … Dictionary of Greek